- αδικαιοδοτητος
- ἀδικαιοδότητοςἀ-δικαιοδότητος2не имеющий правового порядка, лишенный законности
(Σικελία Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Σικελία Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αδικαιοδότητος — ἀδικαιοδότητος, ον (Α) [δικαιοδοτῶ] 1. αυτός που δεν αποδίδει δικαιοσύνη 2. από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να περιμένει απόδοση δικαιοσύνης … Dictionary of Greek
ἀδικαιοδοτήτου — ἀδικαιοδότητος where no justice can be got masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)